- ηθμοφαγία
- ηβιολ. τρόπος προσλήψεως τής τροφής με μορφή τροφικών σωματιδίων που φιλτράρονται από το νερό, ο οποίος χαρακτηρίζει ασπόνδυλα ή μεγάλα σπονδυλόζωα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + -φαγία (< -φαγος < έ-φαγ-ον, αόρ. τού εσθίω), πρβλ. κρεατο-φαγία, χορτο-φαγία].
Dictionary of Greek. 2013.